Θεία — Θείᾱ , Θείη fem nom/voc/acc dual Θείᾱ , Θείη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Θείᾱ , Θείης masc nom/voc/acc dual Θείᾱ , Θείης masc voc sg (attic) Θείᾱ , Θείης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεία — θείᾱ , θεία one s father s fem nom/voc/acc dual θείᾱ , θεία one s father s fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θεί̱ᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc/acc dual θεί̱ᾱ , θεῖος 1 of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεία — θεία, η και θεια, η και (υποκορ.) θείτσα και θειάκω, η 1. αδελφή ή ξαδέλφη του πατέρα ή της μητέρας κάποιου. 2. προσφώνηση σε μια άγνωστη γυναίκα: Καλέ θείτσα. τα ό,τι αφορά το θεό, τα άγια, τα ιερά: Είναι βλάσφημος· βρίζει τα θεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θείᾳ — Θείᾱͅ , Θείη fem dat sg (attic doric aeolic) Θείᾱͅ , Θείης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θείᾳ — θείᾱͅ , θεία one s father s fem dat sg (attic doric aeolic) θεί̱ᾱͅ , θεῖος 1 of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεια- — (από το θεία), προτακτικό γυναικείων ονομάτων με ενωτικό και χωρίς τόνο: Θεια Mαρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θεία Ευχαριστία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
θεία κοινωνία — Βλ. λ. Ευχαριστία, Θεία … Dictionary of Greek
θειᾷ — θειάζω to be inspired fut ind mid 2nd sg (epic) θειάζω to be inspired fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεῖα — Θείας masc voc sg (epic) Θείης masc voc sg Θείης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)